πλησιάζω

πλησιάζω
ΝΜΑ και δωρ. τ. πλατιάζω [πλησίος]
1. φέρνω κάτι κοντά σε κάτι άλλο, προσεγγίζω («πλησιάζω το χέρι μου στη φωτιά»)
2. έρχομαι κοντά, σιμώνω, ζυγώνω
3. είμαι, βρίσκομαι κοντά
4. συνευρίσκομαι, συνουσιάζομαι (α. «αυτός δεν πλησιάζει γυναίκα» β. «τῇ Πηνελόπῃ πλησιάζειν μὴ δυνάμενοι ταῑς ταύτης ἐμίγνυντο θεραπαίναις», Πλούτ.)
5. μτφ. α) είμαι πάντοτε ή συνήθως κοντά σε κάποιον, είμαι οπαδός του
β) βρίσκομαι σε επαφή, σε σχέση με κάποιον, τον συναναστρέφομαι («δεν πλησιάζει κανέναν»)
νεοελλ.
1. (σχετικά με χρόνο ή με πράγματα που συμβαίνουν στον χρόνο) (συν. τριτοπρόσ.) βρίσκομαι κοντά, δεν απέχω πολύ χρονικώς, κοντεύω («πλησιάζει η άνοιξη»)
2. (σχετικά με χρώματα) είμαι παραπλήσιος, προσομοιάζω («το χρώμα τού φουστανιού μου πλησιάζει προς το γκρι»)
αρχ.
1. ανταμώνω, συναντώ
2. (για ζώα) οχεύω, βατεύω
4. γραμμ. δηλώνω προσέγγιση
6. (το αρσ. πληθ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) οἱ πλησιάζοντες
α) οι οπαδοί
β) οι μαθητές.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πλησιάζω — πλησιάζω, πλησίασα βλ. πίν. 35 Σημειώσεις: πλησιάζω : απαντάται (σπάνια) ο ενεστώτας της παθητικής φωνής πλησιάζομαι (με την έννοια → προσεγγίζομαι) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πλησιάζω — bring near pres subj act 1st sg πλησιάζω bring near pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλησιάζω — πλησίασα 1. μτβ., φέρνω κοντά κάτι: Μην πλησιάζεις το αναμμένο τσιγάρο στη βενζίνη. 2. έρχομαι κοντά σε κάτι, ζυγώνω, σιμώνω: Τον πλησίασα με τρόπο και του μίλησα. 3. μτφ., συναναστρέφομαι, σχετίζομαι: Μπορεί και πλησιάζει υψηλά πρόσωπα. 4. αμτβ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλησιάζετον — πλησιάζω bring near pres imperat act 2nd dual πλησιάζω bring near pres ind act 3rd dual πλησιάζω bring near pres ind act 2nd dual πλησιάζω bring near imperf ind act 2nd dual (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλησιάζετε — πλησιάζω bring near pres imperat act 2nd pl πλησιάζω bring near pres ind act 2nd pl πλησιάζω bring near imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλησιάζῃ — πλησιάζω bring near pres subj mp 2nd sg πλησιάζω bring near pres ind mp 2nd sg πλησιάζω bring near pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλησιάσουσι — πλησιάζω bring near aor subj act 3rd pl (epic) πλησιάζω bring near fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) πλησιάζω bring near fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλησιάσουσιν — πλησιάζω bring near aor subj act 3rd pl (epic) πλησιάζω bring near fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) πλησιάζω bring near fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλησιάσω — πλησιάζω bring near aor subj act 1st sg πλησιάζω bring near fut ind act 1st sg πλησιάζω bring near aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεπλησίακε — πλησιάζω bring near perf imperat act 2nd sg πλησιάζω bring near perf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”